- φολιδωτός
- -ή, -ό / φολιδωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α [φολιδοῡμαι]1. (κυρίως για ερπετό) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο δέρμα του (α. «το δέρμα τού φιδιού είναι φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ δέρμα φολιδωτόν ἐστι», Διόδ.)2. (για πράγμ.) καλυμμένος με μικρές μεταλλικές πλάκες τη μία κοντά στην άλλη (α. «ο θώρακας τών ιπποτών τού Μεσαίωνα ήταν φολιδωτός» β. «ὅστις ἄν θώρακ' ἔχῃ φολιδωτόν», Ποσείδ.)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φολιδωτάζωολ. α) άλλη ονομασία τών λεπιδωτών ερπετώνβ) τάξη θηλαστικών τής Αφρικής που περιλαμβάνει τους παγκολίνους.
Dictionary of Greek. 2013.